θυμοανεξάρτητος

θυμοανεξάρτητος
-η, -ο
βιολ. όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα ανοσολογικό φαινόμενο το οποίο δεν εξαρτάται από τα λεμφοκύτταρα -Τ ή δεν περιλαμβάνει την παρεμβολή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. γαλλ. thymo-independant < thymo-(πρβλ. θύμος) + independant «ανεξάρτητος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”